- υπεξανάγομαι
- Ααποπλέω κρυφά («ἡ Κορινθία ναῡς ὑπεξανήγετο», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐξανάγομαι «αποπλέω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεξανήγετο — ὑπεξανάγομαι put out to sea secretly imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)